- ειδολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που αναφέρεται στη μορφή (είδος) των πραγμάτων και όχι στο περιεχόμενο: Ειδολογική μόρφωση (που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή).2. το αρσ. ως ουσ., ειδολογικός, ο (ενν. φιλόσοφος), αυτός που κρίνει τις πράξεις των ανθρώπων, αν είναι καλές ή κακές, όχι από το αποτέλεσμά τους, αλλά από την πρόθεση του ανθρώπου που ενεργεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.