ειδολογικός

ειδολογικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που αναφέρεται στη μορφή (είδος) των πραγμάτων και όχι στο περιεχόμενο: Ειδολογική μόρφωση (που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή).
2. το αρσ. ως ουσ., ειδολογικός, ο (ενν. φιλόσοφος), αυτός που κρίνει τις πράξεις των ανθρώπων, αν είναι καλές ή κακές, όχι από το αποτέλεσμά τους, αλλά από την πρόθεση του ανθρώπου που ενεργεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ειδολογικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη μορφή («ειδολογική μόρφωση» αυτή που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή) 2. το αρσ. ως ουσ. (φιλοσ.) ο ειδολογικός αυτός που καθορίζει το ηθικό με βάση τις ιδιότητες τής βουλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”